- ἀποξηραίνεται
- ἀποξηραίνωdry uppres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… … Dictionary of Greek
καρική — (Carica). Γένος φυτών των τροπικών χωρών, που φέρει τα χαρακτηριστικά του φοίνικα. Αν και χαρακτηρίζεται ως δέντρο, στην πραγματικότητα πρόκειται για θάμνο, ύψους μέχρι 9 μ., χωρίς κλαδιά, με επτάλοβα παλαμοειδή φύλλα, μεγάλα και μαλακά, τα οποία … Dictionary of Greek
μουμιοποίηση — Μέθοδος η οποία αποβλέπει στη συντήρηση του σώματος του νεκρού και η οποία χρησιμοποιήθηκε από πολλούς λαούς, αρχαίους και σύγχρονους. Η μ. μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους με τη θερμότητα (αποξήρανση του πτώματος με τον καπνό ή την έκθεση στην … Dictionary of Greek
οπτόπλινθος — η τεχνολ. τεχνητό δομικό υλικό που κατασκευάζεται, συνήθως σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, με αργιλοχώματα αναμεμιγμένα με μικρές ποσότητες άμμου σε νερό και που μετά τη μορφοποίησή του αποξηραίνεται στον αέρα και, τέλος, ψήνεται σε… … Dictionary of Greek
στοκοφίσι — το, Ν παστό, αποξηραμένο ψάρι, συνήθως μπακαλιάρος, αλλ. κοφίσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. stockfish < μέσ. ολλανδ. stocvisch < stoc «κορμός» + visch «ψάρι», πιθ. λόγω τού ότι το ψάρι αποξηραίνεται σε ξύλινη σχάρα] … Dictionary of Greek
τραχανάς — ο, Ν 1. είδος ζυμαρικού από χοντροαλεσμένο σιτάρι ή σιμιγδάλι το οποίο αποξηραίνεται αφού πρώτα βράσει μέσα σε γάλα 2. μτφ. άνθρωπος μαλθακός και ανεπιτήδειος, λαπάς 3. φρ. «έχει τραχανά απλωμένο» αδιαφορεί τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγανός, κατ… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
καλυστέγια ή καλυστέγη — (Calystegia). Γένος πολυετών αναρριχητικών ποωδών φυτών, της οικογένειας των κομβολβουλιδών. Έχουν καρδιοειδή ή λογχοειδή φύλλα και χοανώδη κωδωνοειδή άνθη με λευκό ή ρόδινο χρώμα. Τα γνωστότερα είδη είναι η κ. η άγρια, η κ. η oβολοειδής, η κ. η… … Dictionary of Greek
Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… … Dictionary of Greek